ὑστάτως

ὑστάτως
ὕστατος
adverbial
ὕστατος
masc acc pl (doric)
ὕστερος
latter
adverbial
ὕστερος
latter
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υστάτως — ΜΑ επίρρ. βλ. ύστατος …   Dictionary of Greek

  • ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”